αρτοκλασία

αρτοκλασία
η
διανομή μετά την απόλυση στους πιστούς σε μικρά κομμάτια άρτων που ευλογήθηκαν στην εκκλησία από τον ιερέα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αρτοκλασία — και πλασία, η (Μ ἀρτοκλασία) η τελετή της ευλογίας και διανομής των πέντε άρτων νεοελλ. 1. το πλάσιμο των πέντε άρτων που προορίζονται για την αρτοκλασία 2. οι πέντε άρτοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρτοκλασία < άρτος + κλασία < κλάσις < κλω ( άω)… …   Dictionary of Greek

  • БЛАГОСЛОВЕНИЕ ХЛЕБОВ — [греч. εὐλογία τῶν ἄρτων; в греч. обиходе принят термин ἀρτοκλασία хлебопреломление], чин, совершаемый по Иерусалимскому уставу на всенощном бдении. История Особое отношение к хлебу, пшенице, вину и елею наблюдается уже в ВЗ, эти продукты… …   Православная энциклопедия

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • Artoklasia — The Artoklasia (Greek: ἀρτοκλασία; Church Slavonic: Лития, litiya ; Romanian: litia ) is a service held near the end of Vespers in the Eastern Orthodox and Greek Catholic churches. Five round loaves of leavened bread are blessed, together with… …   Wikipedia

  • Artoklasia — Segnung der Brotlaibe bei der Vorabend Vigil des Weihnachtsfestes in Sanok, Polen Die Artoklasia (griech.: ἀρτοκλασία, “Brotbrechen“; kirchenslawisch: Лития) ist ein Ritus, der in den orthodoxen Ostkirchen sowie teilweise auch Griechisch… …   Deutsch Wikipedia

  • Prosphore — Inscription du Monastère du Mont Nébo en Jordanie] : Offrande de Césarios au temps d Alexios et Théophile, prêtreπροσφορα καισαριου επει αλεξυ(ο)ς και θεοφιλου πρεσβ(υτερο)ς Le terme Prosphore (du grec πρόσφορον, pain bénit, dérivé du verbe… …   Wikipédia en Français

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • αρτοπλασία — βλ. αρτοκλασία …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκλασίαι — ξυλοκλασίαι, αἱ (Μ) σωροί από κορμούς κομμένων δένδρων, τοποθετημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κλασία (< κλάσις < κλάω «σπάω, κόβω»), πρβλ. αρτοκλασία] …   Dictionary of Greek

  • αγάπες — Οι συνεστιάσεις των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων, που συντελούσαν στη διατροφή των φτωχών (σε αυτό οφείλουν και το όνομά τους). Εκτός από τα Ιεροσόλυμα, όπου είχαν συνδεθεί με την κοινοκτημοσύνη, ήταν εν χρήσει και στις χριστιανικές κοινότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”